κοκκοβάκιλλος

κοκκοβάκιλλος
ο (μικρβλ.)
μικρός και βραχύς βάκιλλος ωοειδούς σχήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. γαλλ. coccobacille < cocc(o)- (< λατ. coccum < κόκκος) + bacille (< μσν. λατ. bacillus, υποκορ. τού baculus, baculum «ράβδος»). Η λ. στον τ. κοκκοβάκιλος μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”